- ξανθόμαλλος
- -η, -οξανθομάλλης («εψάλλοντο κι εξυμνούντο αι ξανθόμαλλοι Νεράιδες τής νήσου», Μωραϊτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξανθομάλλης — α, ικο, θηλ. και ξανθομαλλούσα και ξανθομάλλω και ξανθομαλλού αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθόμαλλος … Dictionary of Greek
χιονόμαλλος — η, ο, Ν αυτός που έχει μαλλιά λευκά σαν το χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + μαλλί (πρβλ. ξανθόμαλλος, χρυσό μαλλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek